ἐντατικός: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ntatiko/s
|Beta Code=e)ntatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stimulating]], [[aphrodisiac]], <span class="bibl">Xenocr.16</span>, cf. Gal.12.341, <span class="bibl">Aët.11.35</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sexually vigorous]], [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν <span class="title">Gp.</span>19.5.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐντατικόν, τό,</b> = [[σατύριον]], Ps.-Dsc.3.128.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stimulating]], [[aphrodisiac]], <span class="bibl">Xenocr.16</span>, cf. Gal.12.341, <span class="bibl">Aët.11.35</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sexually vigorous]], [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν <span class="title">Gp.</span>19.5.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐντατικόν, τό,</b> = [[σατύριον]], Ps.-Dsc.3.128.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic., de fármacos [[estimulante]], [[que produce la erección]], [[afrodisíaco]] ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.<i>Sat.Gon</i>.19, Sch.Nic.<i>Al</i>.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas</i> Paul.Aeg.7.3 (p.197)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐντατικόν [[afrodisíaco]] Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, <i>Hippiatr.Cant</i>.10 tít.<br /><b class="num">2</b> de anim. macho [[provisto de vigor sexual]] ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ <i>Gp</i>.19.5.4.<br /><b class="num">3</b> bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá [[Fritillaria graeca]] L., o de las orquidáceas, quizá [[Serapias cordigera]] L., Ps.Dsc.3.128.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντᾰτικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], [[διεγερτικός]], ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ [[πολύγονον]] [[βοτάνη]] ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ [[ἐρυθρόνιον]] Διοσκ. 3. 134 (144).
|lstext='''ἐντᾰτικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], [[διεγερτικός]], ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ [[πολύγονον]] [[βοτάνη]] ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ [[ἐρυθρόνιον]] Διοσκ. 3. 134 (144).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic., de fármacos [[estimulante]], [[que produce la erección]], [[afrodisíaco]] ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.<i>Sat.Gon</i>.19, Sch.Nic.<i>Al</i>.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas</i> Paul.Aeg.7.3 (p.197)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐντατικόν [[afrodisíaco]] Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, <i>Hippiatr.Cant</i>.10 tít.<br /><b class="num">2</b> de anim. macho [[provisto de vigor sexual]] ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ <i>Gp</i>.19.5.4.<br /><b class="num">3</b> bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá [[Fritillaria graeca]] L., o de las orquidáceas, quizá [[Serapias cordigera]] L., Ps.Dsc.3.128.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με έντονη [[προσπάθεια]] («εντατική [[μελέτη]]», «εντατικά τμήματα»)<br /><b>2.</b> (για [[μηχάνημα]]) αυτός που χρησιμεύει για [[ένταση]] («[[εντατικός]] [[κοχλίας]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερεθίζει για [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντατικόν</i><br />διεγερτικό [[βοτάνι]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με έντονη [[προσπάθεια]] («εντατική [[μελέτη]]», «εντατικά τμήματα»)<br /><b>2.</b> (για [[μηχάνημα]]) αυτός που χρησιμεύει για [[ένταση]] («[[εντατικός]] [[κοχλίας]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ερεθίζει για [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντατικόν</i><br />διεγερτικό [[βοτάνι]].
}}
}}

Revision as of 15:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντᾰτικός Medium diacritics: ἐντατικός Low diacritics: εντατικός Capitals: ΕΝΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: entatikós Transliteration B: entatikos Transliteration C: entatikos Beta Code: e)ntatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35. 2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4. II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic., de fármacos estimulante, que produce la erección, afrodisíaco ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.Sat.Gon.19, Sch.Nic.Al.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas Paul.Aeg.7.3 (p.197)
subst. τὸ ἐντατικόν afrodisíaco Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, Hippiatr.Cant.10 tít.
2 de anim. macho provisto de vigor sexual ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ Gp.19.5.4.
3 bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá Fritillaria graeca L., o de las orquidáceas, quizá Serapias cordigera L., Ps.Dsc.3.128.

German (Pape)

[Seite 853] anspannend, anstrengend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντᾰτικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, διεγερτικός, ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ πολύγονον βοτάνη ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, εἶδος φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ ἐρυθρόνιον Διοσκ. 3. 134 (144).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με έντονη προσπάθεια («εντατική μελέτη», «εντατικά τμήματα»)
2. (για μηχάνημα) αυτός που χρησιμεύει για έντασηεντατικός κοχλίας»)
μσν.
(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό
αρχ.
1. αυτός που ερεθίζει για συνουσία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντατικόν
διεγερτικό βοτάνι.