βαλσαμίνη: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=balsami/nh | |Beta Code=balsami/nh | ||
|Definition=ἡ, = [[βούφθαλμον]], Ps.-Dsc.3.139; [[balsaminum]], = [[ὀποβάλσαμον]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>23.92</span>. | |Definition=ἡ, = [[βούφθαλμον]], Ps.-Dsc.3.139; [[balsaminum]], = [[ὀποβάλσαμον]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>23.92</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />bot. [[manzanilla loca]], [[Anacyclus radiatus]] Loisel o bien [[antimaño]], [[flor de muerto]], [[Chrysanthemum coronarium]] L., Ps.Dsc.3.139, Plin.<i>HN</i> 23.92. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαλσαμίνη''': ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, [[βούφθαλμον]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. | |lstext='''βαλσαμίνη''': ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, [[βούφθαλμον]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαλσαμίνη]], η (Α) [[βάλσαμον]]<br />το [[βούφθαλμον]], [[ονομασία]] για διάφορα είδη [[φυτών]] με κίτρινα [[άνθη]] της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων. | |mltxt=[[βαλσαμίνη]], η (Α) [[βάλσαμον]]<br />το [[βούφθαλμον]], [[ονομασία]] για διάφορα είδη [[φυτών]] με κίτρινα [[άνθη]] της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = βούφθαλμον, Ps.-Dsc.3.139; balsaminum, = ὀποβάλσαμον, Plin.HN23.92.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. manzanilla loca, Anacyclus radiatus Loisel o bien antimaño, flor de muerto, Chrysanthemum coronarium L., Ps.Dsc.3.139, Plin.HN 23.92.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, Balsamine, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βαλσαμίνη: ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, βούφθαλμον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.
Greek Monolingual
βαλσαμίνη, η (Α) βάλσαμον
το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων.