θαυμασιότης: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
mNo edit summary |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θαυμᾰσιότης:''' ητος ἡ [[удивление]], [[удивленность]] (ἡ [[ἔκπληξις]] ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.). | |elrutext='''θαυμᾰσιότης:''' ητος ἡ [[удивление]], [[удивленность]] (ἡ [[ἔκπληξις]] ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, ''[[sc.]]'' ἐστιν Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:13, 30 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A disposition to wonder, Hp.Morb.Sacr.1, Arist.Top.126b15. II marvellous nature or quality, ὅσα ἔχει θαυμασιότητά τινα Clearch.69. 2 as a title, ἡ σὴ θαυμασιότης = your Excellency, CIG 3467.10(Sardes, v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1189] ητος, ἡ, Bewunderungswürdigkeit, Hippocr. – Verwunderung, Arist. Top. 4, 5 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰσιότης: -ητος, ἡ, χαρακτήρ, ἰδιότης ἀξιοθαύμαστος, Ἱππ. 301. 15, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 12. 2) κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Βυζ. αὐτοκρατόρων ἦτο τίτλος, ἡ σὴ θ., ἡ ἐξοχότης σας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 10.
Russian (Dvoretsky)
θαυμᾰσιότης: ητος ἡ удивление, удивленность (ἡ ἔκπληξις ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.).