θαυμασιότης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
mNo edit summary
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θαυμᾰσιότης:''' ητος ἡ [[удивление]], [[удивленность]] (ἡ [[ἔκπληξις]] ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.).
|elrutext='''θαυμᾰσιότης:''' ητος ἡ [[удивление]], [[удивленность]] (ἡ [[ἔκπληξις]] ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, ''[[sc.]]'' ἐστιν Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:13, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμασιότης Medium diacritics: θαυμασιότης Low diacritics: θαυμασιότης Capitals: ΘΑΥΜΑΣΙΟΤΗΣ
Transliteration A: thaumasiótēs Transliteration B: thaumasiotēs Transliteration C: thavmasiotis Beta Code: qaumasio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A disposition to wonder, Hp.Morb.Sacr.1, Arist.Top.126b15. II marvellous nature or quality, ὅσα ἔχει θαυμασιότητά τινα Clearch.69. 2 as a title, ἡ σὴ θαυμασιότης = your Excellency, CIG 3467.10(Sardes, v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1189] ητος, ἡ, Bewunderungswürdigkeit, Hippocr. – Verwunderung, Arist. Top. 4, 5 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰσιότης: -ητος, ἡ, χαρακτήρ, ἰδιότης ἀξιοθαύμαστος, Ἱππ. 301. 15, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 12. 2) κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Βυζ. αὐτοκρατόρων ἦτο τίτλος, ἡ σὴ θ., ἡ ἐξοχότης σας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 10.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰσιότης: ητος ἡ удивление, удивленность (ἡ ἔκπληξις ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.).