τριγωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trigwni/zw
|Beta Code=trigwni/zw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[multiply by three]], Plu.2.416b (Pass.).<br><span class="bld">2</span> [[represent as a triangular number]], Nicom.Ar.2.8 (Pass.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be triangular]], νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι [[assume triangular form]], Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.<br><span class="bld">III</span> Astrol., to [[be in trine aspect]], Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[multiply by three]], Plu.2.416b (Pass.).<br><span class="bld">2</span> [[represent as a triangular number]], Nicom.Ar.2.8 (Pass.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be triangular]], νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι [[assume triangular form]], Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.<br><span class="bld">III</span> Astrol., to [[be in trine aspect]], Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.
}}
{{bailly
|btext=rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. [[τρίγωνος]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐγωνίζω''': παρὰ Πλουτ. 2. 416C, [[τριπλασιάζω]], [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], [[διότι]] λέγει ὅτι ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] [[τεσσαράκοντα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω [[σχῆμα]] παραπλήσιον τριγώνῳ, [[νῆσος]] τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε [[σχῆμα]] θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.
|lstext='''τρῐγωνίζω''': παρὰ Πλουτ. 2. 416C, [[τριπλασιάζω]], [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], [[διότι]] λέγει ὅτι ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] [[τεσσαράκοντα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω [[σχῆμα]] παραπλήσιον τριγώνῳ, [[νῆσος]] τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε [[σχῆμα]] θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.
}}
{{bailly
|btext=rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. [[τρίγωνος]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίζω Medium diacritics: τριγωνίζω Low diacritics: τριγωνίζω Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΖΩ
Transliteration A: trigōnízō Transliteration B: trigōnizō Transliteration C: trigonizo Beta Code: trigwni/zw

English (LSJ)

A multiply by three, Plu.2.416b (Pass.).
2 represent as a triangular number, Nicom.Ar.2.8 (Pass.).
II intr., to be triangular, νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι assume triangular form, Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.
III Astrol., to be in trine aspect, Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.

French (Bailly abrégé)

rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. τρίγωνος).
Étymologie: τρίγωνος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίζω: παρὰ Πλουτ. 2. 416C, τριπλασιάζω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, διότι λέγει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τεσσαράκοντα πεντάκις τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχῆμα παραπλήσιον τριγώνῳ, νῆσος τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε σχῆμα θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.

Greek Monolingual

ΝΑ τρίγωνον
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχήμα τριγώνου
2. διαιρώ μια επιφάνεια σε τρίγωνα για καταμέτρηση
αρχ.
1. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζωταῦτα πεντάκις τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», Πλούτ.)
2. έχω σχήμα παραπλήσιο με το σχήμα του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ νῆσος τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίζω: множить на три, утраивать: πεντάκις τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.