χαλκεοθώραξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χαλκοθώραξ]], -ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, -ηκος, ὁ, Α<br />αυτός που [[φορά]] χάλκινο θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- / <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θώραξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀργυρο</i>-[[θώραξ]])].
|mltxt=και [[χαλκοθώραξ]], -ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, -ηκος, ὁ, Α<br />αυτός που [[φορά]] χάλκινο θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- / <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θώραξ]] ([[πρβλ]]. [[ἀργυροθώραξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:10, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοθώραξ Medium diacritics: χαλκεοθώραξ Low diacritics: χαλκεοθώραξ Capitals: ΧΑΛΚΕΟΘΩΡΑΞ
Transliteration A: chalkeothṓrax Transliteration B: chalkeothōrax Transliteration C: chalkeothoraks Beta Code: xalkeoqw/rac

English (LSJ)

Ion. χαλκεο-θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, with brazen breastplate, Il.4.448, 8.62; cf. χαλκοθώραξ.

German (Pape)

[Seite 1329] ακος, ep. u. ion. χαλκεοθώρηξ, ηκος, mit ehernem Brustpanzer, Il. 4, 448. 8, 62.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοθώραξ: Ἰων. -θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, ὁ χαλκοῦν ἔχων θώρακα, Ἰλ. Δ. 448, Θ. 62· πρβλ. χαλκοθώραξ.

Greek Monolingual

και χαλκοθώραξ, -ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, -ηκος, ὁ, Α
αυτός που φορά χάλκινο θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + θώραξ (πρβλ. ἀργυροθώραξ)].

Greek Monotonic

χαλκεοθώραξ: Ιων. -θώρηξ, -ηκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινο θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλκεο-θώραξ, Ionic -θώρηξ, ηκος,
with brasen breastplate, Il.