δίπτωτος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0642.png Seite 642]] mit zwei Casusendungen, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0642.png Seite 642]] mit zwei Casusendungen, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίπτωτος:''' грам. имеющий два падежных окончания. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίπτωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις<br /><b>2.</b> (για [[ρήμα]]) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, [[ἀκούω]] τινός τι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] ([[πρβλ]]. [[αμετάπτωτος]], [[άπτωτος]])]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίπτωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις<br /><b>2.</b> (για [[ρήμα]]) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, [[ἀκούω]] τινός τι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] ([[πρβλ]]. [[αμετάπτωτος]], [[άπτωτος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, having one form for two cases, A.D.Pron. 91.7.
Spanish (DGE)
-ον
gram. que tiene dos casos o terminaciones op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.Pron.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. EM 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.Inst.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.Etym.1.7.33.
German (Pape)
[Seite 642] mit zwei Casusendungen, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
δίπτωτος: грам. имеющий два падежных окончания.
Greek (Liddell-Scott)
δίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίπτωτος, -ον)
1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις
2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος, άπτωτος)].