δαμάσιππος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] [[paarden temmend]].
|elnltext=δαμάσιππος -ου [[[δαμάζω]], [[ἵππος]]] [[paarden temmend]].
}}
}}

Revision as of 13:56, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμάσιππος Medium diacritics: δαμάσιππος Low diacritics: δαμάσιππος Capitals: ΔΑΜΑΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: damásippos Transliteration B: damasippos Transliteration C: damasippos Beta Code: dama/sippos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, horse-taming, of Athena, Lamprocl.1.4 (perhapsStes., cf.Sch.Aristid.3.537 D.), cf. Corn.ND20; Λυδία B.3.23.

Spanish (DGE)

(δᾰμάσιππος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππος cód.).

German (Pape)

[Seite 521] Pferde bändigend, Lamprocl. bei Schol. Ar. Nub. 964.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμάσιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Λυδία Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine.

Greek Monolingual

δαμάσιππος, -ον (Α)
αυτός που δαμάζει τα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + ίππος. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend.