διάνυσμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0593.png Seite 593]] τό, das Vollendete, bes. eine vollendete Reise, Pol. 9, 13, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0593.png Seite 593]] τό, das Vollendete, bes. eine vollendete Reise, Pol. 9, 13, 15.
}}
{{elru
|elrutext='''διάνυσμα:''' ατος τό совершаемый или совершенный путь, переход (τὰ διανύσματα καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[διάνυσμα]]) [[διανύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθ.</b> <b>βλ.</b> [[άνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[απόσταση]] που διανύθηκε.
|mltxt=το (Α [[διάνυσμα]]) [[διανύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθ.</b> <b>βλ.</b> [[άνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[απόσταση]] που διανύθηκε.
}}
{{elru
|elrutext='''διάνυσμα:''' ατος τό совершаемый или совершенный путь, переход (τὰ διανύσματα καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνῠσμα Medium diacritics: διάνυσμα Low diacritics: διάνυσμα Capitals: ΔΙΑΝΥΣΜΑ
Transliteration A: diánysma Transliteration B: dianysma Transliteration C: dianysma Beta Code: dia/nusma

English (LSJ)

ατος, τό, = διάνυσις (distance traversed, accomplishment) 1, δ. ἡμερήσιον Plb. 9.14.8 ; pl., ib. 15.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
distancia recorrida, etapa τούτων (τῶν πορειῶν) Plb.9.13.6, δ. ἡμερήσιον Plb.9.14.8, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plb.9.15.3.

German (Pape)

[Seite 593] τό, das Vollendete, bes. eine vollendete Reise, Pol. 9, 13, 15.

Russian (Dvoretsky)

διάνυσμα: ατος τό совершаемый или совершенный путь, переход (τὰ διανύσματα καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διάνυσμα: τό, ἡ συντελεσθεῖσα πορεία, Πολύβ. 9. 13, 6.

Greek Monolingual

το (Α διάνυσμα) διανύω
νεοελλ.
μαθ. βλ. άνυσμα
αρχ.
η απόσταση που διανύθηκε.