δύστονος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0689.png Seite 689]] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0689.png Seite 689]] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[στένω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύστονος''': -ον, [[θρηνώδης]], ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.
|lstext='''δύστονος''': -ον, [[θρηνώδης]], ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[στένω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:52, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστονος Medium diacritics: δύστονος Low diacritics: δύστονος Capitals: ΔΥΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: dýstonos Transliteration B: dystonos Transliteration C: dystonos Beta Code: du/stonos

English (LSJ)

ον, (στένω) lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
lamentable, deplorable κήδη A.Ch.469, κακά A.Th.998, δύστονα κήδε' ὁμώνυμα A.Th.984.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, στένω.

Greek (Liddell-Scott)

δύστονος: -ον, θρηνώδης, ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν
2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + τόνος.
(II)
δύστονος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -στονος < στένω].

Greek Monotonic

δύστονος: -ον, αντί δύσ-στονος, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύστονος: горестный (κήδεα Aesch.).

Middle Liddell

δύ-στονος, ον [for δύσ-στονος,]
lamentable, Aesch.