γραμματοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0504.png Seite 504]] ὁ, = [[γραμματιστής]], Plut. Alc. 7 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0504.png Seite 504]] ὁ, = [[γραμματιστής]], Plut. Alc. 7 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />maître d'école.<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[διδάσκαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γραμμᾰτοδῐδάσκαλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]], Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 15·― γραμμοδιδασκαλίδης Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Β· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 669.
|lstext='''γραμμᾰτοδῐδάσκαλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]], Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 15·― γραμμοδιδασκαλίδης Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Β· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 669.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />maître d'école.<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[διδάσκαλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:54, 1 October 2022

English (LSJ)

ὁ, schoolmaster, SIG578.8 (Teos), Telesp.50 H., Phld. Acad.Ind.p.24 M., Plu.Alc.7, Porph.Plot.3,BGU1214.4; cf. γραμμοδιδασκαλίδης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 maestro de primeras letras, maestro de escuela Teles p.50, SIG 578.7 (Teos II a.C.), Phld.Acad.Hist.9.2, Str.14.1.18, PMerton 113.8 (II d.C.), POxy.2421.48 (IV d.C.), Porph.Plot.3, BGU 1214.4 (IV d.C.), Hierocl.Facet.140, POxy.3952.40 (VII d.C.), Hsch.s.u. γραμματιστής.
2 en el Egipto ptol. redactor de contratos, escriba egipcio que actuaba como notario de derecho local τῶν ... Αἰγυπτίων γραμματοδιδασκάλων τῶν εἰωθότων γράφειν τὰ συναλλάγματα κατὰ τὸν τῆς χώρας νόμον BGU 1214.4 (II a.C.), cf. PRyl.572.10 (II a.C.) (dud.).

German (Pape)

[Seite 504] ὁ, = γραμματιστής, Plut. Alc. 7 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître d'école.
Étymologie: γράμμα, διδάσκαλος.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 15·― γραμμοδιδασκαλίδης Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Β· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 669.

Greek Monolingual

ο (AM γραμματοδιδάσκαλος)
αυτός που διδάσκει τα πρώτα γράμματα στους μαθητές
νεοελλ.
κατώτερος βαθμός δασκάλου.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτοδιδάσκᾰλος: ὁ Plut. = γραμματιστής 2.