αὐλικός: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aulicus</i> Nepos <i>Dat</i>.5.2, Suet.<i>Dom</i>.4, <i>Nero</i> 45, Marc.Cap.9.905, 9.926<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cortesano]], [[palaciego]], [[áulico]] αὐ. [[βίος]] op. φιλόσοφος [[βίος]] Phld.<i>Ind.Sto</i>.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς [[ἄνθρωπος]] Plb.23.5.4, [[ἀγχίνοια]] Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. <i>Demetr</i>.17, [[διακονία]] Them.<i>Or</i>.31.353c, κατάλογοι Lyd.<i>Mag</i>.2.24, <i>luctatores aulici</i> Suet.<i>Nero</i> 45<br /><b class="num">•</b>compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.<i>Lib</i>.45<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ αὐ. [[cortesano]] Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.<i>Demetr</i>.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2<br /><b class="num">•</b>[[pretoriano]] οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.<i>Galb</i>.2.<br /><b class="num">2</b> prob. [[propietario de una granja]], <i>BGU</i> 286.3 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[propio de la flauta]]: <i>dulcedo</i> Mart.Cap.9.905, <i>suauitas</i> Mart.Cap.9.926<br /><b class="num">•</b>subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aulicus</i> Nepos <i>Dat</i>.5.2, Suet.<i>Dom</i>.4, <i>Nero</i> 45, Marc.Cap.9.905, 9.926<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cortesano]], [[palaciego]], [[áulico]] αὐ. [[βίος]] op. φιλόσοφος [[βίος]] Phld.<i>Ind.Sto</i>.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς [[ἄνθρωπος]] Plb.23.5.4, [[ἀγχίνοια]] Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. <i>Demetr</i>.17, [[διακονία]] Them.<i>Or</i>.31.353c, κατάλογοι Lyd.<i>Mag</i>.2.24, <i>luctatores aulici</i> Suet.<i>Nero</i> 45<br /><b class="num">•</b>compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.<i>Lib</i>.45<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ αὐ. [[cortesano]] Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.<i>Demetr</i>.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2<br /><b class="num">•</b>[[pretoriano]] οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.<i>Galb</i>.2.<br /><b class="num">2</b> prob. [[propietario de una granja]], <i>BGU</i> 286.3 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[propio de la flauta]]: <i>dulcedo</i> Mart.Cap.9.905, <i>suauitas</i> Mart.Cap.9.926<br /><b class="num">•</b>subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de cour, de courtisan ; [[οἱ]] αὐλικοί les courtisans.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλικός''': -ή, -όν, ([[αὐλή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐλήν, ὁ [[ὅμοιος]] ἀνθρώπῳ τῆς αὐλῆς, καὶ ἦν μὲν ὁ Δεινοκράτης οὐ μόνον κατὰ τὴν [[τριβήν]], ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν φύσιν αὐλικὸς καὶ [[στρατιωτικός]] [[ἄνθρωπος]] Πολύβ. 24. 5, 4: ὡς οὐσιαστ. αὐλικὸς ὁ αὐτ. 16. 22, 8, Πλούτ. 2. 778Β. | |lstext='''αὐλικός''': -ή, -όν, ([[αὐλή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐλήν, ὁ [[ὅμοιος]] ἀνθρώπῳ τῆς αὐλῆς, καὶ ἦν μὲν ὁ Δεινοκράτης οὐ μόνον κατὰ τὴν [[τριβήν]], ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν φύσιν αὐλικὸς καὶ [[στρατιωτικός]] [[ἄνθρωπος]] Πολύβ. 24. 5, 4: ὡς οὐσιαστ. αὐλικὸς ὁ αὐτ. 16. 22, 8, Πλούτ. 2. 778Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (αὐλή) A of the court, courtier-like, κατὰ τὴν φύσιν Plb. 23.5.4; αὐ. ἀγχίνοια 15.34.4; αὐ. βίος, opp. ὁ φιλόσοφος βίος, Phld. Ind.Sto.13: Comp., ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Id.Lib.p.45 O.: as substantive, courtier, Plb.16.20.8, Plu.2.778b, Demetr.17. II αὐλικούς· κιθαρῳδούς, Suid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aulicus Nepos Dat.5.2, Suet.Dom.4, Nero 45, Marc.Cap.9.905, 9.926
I 1cortesano, palaciego, áulico αὐ. βίος op. φιλόσοφος βίος Phld.Ind.Sto.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς ἄνθρωπος Plb.23.5.4, ἀγχίνοια Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. Demetr.17, διακονία Them.Or.31.353c, κατάλογοι Lyd.Mag.2.24, luctatores aulici Suet.Nero 45
•compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.Lib.45
•subst. ὁ αὐ. cortesano Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.Demetr.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2
•pretoriano οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.Galb.2.
2 prob. propietario de una granja, BGU 286.3 (IV d.C.).
II propio de la flauta: dulcedo Mart.Cap.9.905, suauitas Mart.Cap.9.926
•subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cour, de courtisan ; οἱ αὐλικοί les courtisans.
Étymologie: αὐλή.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλικός: -ή, -όν, (αὐλή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐλήν, ὁ ὅμοιος ἀνθρώπῳ τῆς αὐλῆς, καὶ ἦν μὲν ὁ Δεινοκράτης οὐ μόνον κατὰ τὴν τριβήν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν φύσιν αὐλικὸς καὶ στρατιωτικός ἄνθρωπος Πολύβ. 24. 5, 4: ὡς οὐσιαστ. αὐλικὸς ὁ αὐτ. 16. 22, 8, Πλούτ. 2. 778Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αὐλικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στη βασιλική αυλή
2. εκείνος που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής
3. το αρσ. ως ουσ. ο αυλικός
μέλος του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
Russian (Dvoretsky)
αὐλικός: II ὁ придворный, царедворец Polyb., Plut.
дворцовый, придворный (ἄνθρωπος Polyb.; κόλακες Plut.).