αὐτώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτώδης]], -ες (Α)<br />ο [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. που προήλθε με [[συναίρεση]] και ιωνική [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτοFάδης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>Faδ</i>-, <i>αδείν</i> ([[ανδάνω]]), [[άδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αυθάδης]])]. | |mltxt=[[αὐτώδης]], -ες (Α)<br />ο [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. που προήλθε με [[συναίρεση]] και ιωνική [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτοFάδης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>Faδ</i>-, <i>αδείν</i> ([[ανδάνω]]), [[άδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αυθάδης]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion. = [[αὐθάδης]], [[Apoll]]. <i>pron</i>. 94. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, Ion. for αὐθάδης, acc. to A.D.Pron.74.9, Hsch.: but Hdt.6.92 has αὐθαδέστεροι.
Spanish (DGE)
v. αὐθάδης.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτώδης: -ες, Ἰων. ἀντὶ αὐθάδης Ἀπολλώνιος π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς τύπος αὐθαδέστερον.
Greek Monolingual
αὐτώδης, -ες (Α)
ο αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < αυτοFάδης < αυτός + Faδ-, αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)].