αὐθόμαιμος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[de la misma sangre]], [[hermano]] S.<i>OC</i> 335, Lyc.222. | |dgtxt=-ον [[de la misma sangre]], [[hermano]] S.<i>OC</i> 335, Lyc.222. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />du même sang.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὅμαιμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθόμαιμος''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὅμαιμος]], Σοφ. Ο.Κ. 335, Λυκόφρ. 222: - Ρῆμα αὐθομαιμονέω, εἶμαι ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] αἵματος, [[συγγενής]], μαθὼν οὖν ὡς ἡρμόσατο τὴν αὐθομαιμονοῦσαν Μανασσ. Χρον. 3938. | |lstext='''αὐθόμαιμος''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὅμαιμος]], Σοφ. Ο.Κ. 335, Λυκόφρ. 222: - Ρῆμα αὐθομαιμονέω, εἶμαι ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] αἵματος, [[συγγενής]], μαθὼν οὖν ὡς ἡρμόσατο τὴν αὐθομαιμονοῦσαν Μανασσ. Χρον. 3938. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:55, 1 October 2022
English (LSJ)
strengthened for ὅμαιμος, S.OC335, Lyc.222.
Spanish (DGE)
-ον de la misma sangre, hermano S.OC 335, Lyc.222.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du même sang.
Étymologie: αὐτός, ὅμαιμος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθόμαιμος: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὅμαιμος, Σοφ. Ο.Κ. 335, Λυκόφρ. 222: - Ρῆμα αὐθομαιμονέω, εἶμαι ἐκ τοῦ αὐτοῦ αἵματος, συγγενής, μαθὼν οὖν ὡς ἡρμόσατο τὴν αὐθομαιμονοῦσαν Μανασσ. Χρον. 3938.
Greek Monolingual
αὐθόμαιμος, -ον (Α)
από το ίδιο αίμα, συγγενής εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + όμαιμος. Η λ. αυθόμαιμος χρησιμοποιείται ως επιτεταμένος τ. του όμαιμος (πρβλ. σύναιμος)].
Greek Monotonic
αὐθόμαιμος: επιτετ. του ὅμαιμος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐθόμαιμος: кровно близкий, родной Soph.
English (Woodhouse)
(see also: ὅμαιμος) own brother