ἀκατάβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido derribado o abatido]] de un luchador, dud. en <i>JRCil</i>.1.41 (Antioquía, imper.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[indestructible]], [[irrefutable]] λόγος Ar.<i>Nu</i>.1229, glos. a [[ἀκαθαίρετος]] Sud.<br /><b class="num">•</b>[[inconmovible]], [[firme]] ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido derribado o abatido]] de un luchador, dud. en <i>JRCil</i>.1.41 (Antioquía, imper.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[indestructible]], [[irrefutable]] λόγος Ar.<i>Nu</i>.1229, glos. a [[ἀκαθαίρετος]] Sud.<br /><b class="num">•</b>[[inconmovible]], [[firme]] ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut abattre <i>ou</i> réfuter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάβλητος''': -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, [[λόγος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.
|lstext='''ἀκατάβλητος''': -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, [[λόγος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut abattre <i>ou</i> réfuter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάβλητος Medium diacritics: ἀκατάβλητος Low diacritics: ακατάβλητος Capitals: ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akatáblētos Transliteration B: akatablētos Transliteration C: akatavlitos Beta Code: a)kata/blhtos

English (LSJ)

ον, A irrefragable, λόγος Ar.Nu.1229. II not to be thrown down, πύργοι Sch.E.Hec.1.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido derribado o abatido de un luchador, dud. en JRCil.1.41 (Antioquía, imper.).
2 fig. indestructible, irrefutable λόγος Ar.Nu.1229, glos. a ἀκαθαίρετος Sud.
inconmovible, firme ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut abattre ou réfuter.
Étymologie: , καταβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάβλητος: -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, λόγος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάβλητος, -ον) καταβάλλω
1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος
2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί
«ακατάβλητοι τόκοι».

Greek Monotonic

ἀκατάβλητος: -ον (καταβάλλω), αυτός που δεν ανατρέπεται, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αδιάψευστος, ακατάρριπτος, αναντίρρητος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάβλητος: неопровержимый, неотразимый (λόγος Arph.).

Middle Liddell

καταβάλλω
not to be overthrown, irrefragable, Ar.

English (Woodhouse)

of an argument

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)