ἀκάκωτος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκάκωτος]], -ον (Α) [[κακῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο [[αβλαβής]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηττηθεί, ο [[αδάμαστος]]. | |mltxt=[[ἀκάκωτος]], -ον (Α) [[κακῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο [[αβλαβής]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηττηθεί, ο [[αδάμαστος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unverletzt]]</i>, DC. 77.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A unharmed, Ph.1.490, D.C.77.15; ἀκάκωτος εὐχή IG14.2012A39 (Sulp. Max.). Astrol., subject to no malignant influence, not 'afflicted', Vett. Val.111.24. II unsubdued, M.Ant.5.18.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dañado, incólume, ἄζυξ καὶ ἀ. ψυχή Ph.1.490, cf. Meth.Symp.111, εὐχή Sulp.Max.39, οὐδὲν ὅ τι τῶν ἁπάντων ἀκάκωτον κατέλιπεν D.C.77.15.2.
2 no dominado, no vencido M.Ant.5.18.
3 no sometido a influencia negativa Vett.Val.106.8, 351.23, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκωτος: [κᾰ-], ον, μὴ κακωθείς, ἀβλαβής, Δίων Κ. 77. 15· ἀκ. εὐχή, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 618. 39. ΙΙ. ὁ μὴ ἡττηθείς, μὴ ὑποταχθείς, Μ. Ἀντών. 5. 18.
Greek Monolingual
ἀκάκωτος, -ον (Α) κακῶ
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο αβλαβής
2. εκείνος που δεν έχει ηττηθεί, ο αδάμαστος.
German (Pape)
unverletzt, DC. 77.15.