ἀκάκωτος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰκωτος Medium diacritics: ἀκάκωτος Low diacritics: ακάκωτος Capitals: ΑΚΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: akákōtos Transliteration B: akakōtos Transliteration C: akakotos Beta Code: a)ka/kwtos

English (LSJ)

ἀκάκωτον,
A unharmed, Ph.1.490, D.C.77.15; ἀκάκωτος εὐχή IG14.2012A39 (Sulp. Max.). Astrol., subject to no malignant influence, not 'afflicted', Vett. Val.111.24.
II unsubdued, M.Ant.5.18.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dañado, incólume, ἄζυξ καὶ ἀ. ψυχή Ph.1.490, cf. Meth.Symp.111, εὐχή Sulp.Max.39, οὐδὲν ὅ τι τῶν ἁπάντων ἀκάκωτον κατέλιπεν D.C.77.15.2.
2 no dominado, no vencido M.Ant.5.18.
3 no sometido a influencia negativa Vett.Val.106.8, 351.23, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάκωτος: [κᾰ-], ον, μὴ κακωθείς, ἀβλαβής, Δίων Κ. 77. 15· ἀκ. εὐχή, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 618. 39. ΙΙ. ὁ μὴ ἡττηθείς, μὴ ὑποταχθείς, Μ. Ἀντών. 5. 18.

Greek Monolingual

ἀκάκωτος, -ον (Α) κακῶ
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο αβλαβής
2. εκείνος που δεν έχει ηττηθεί, ο αδάμαστος.

German (Pape)

unverletzt, DC. 77.15.

Translations