ἀναπόγραφος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapografos | |Transliteration C=anapografos | ||
|Beta Code=a)napo/grafos | |Beta Code=a)napo/grafos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναπόγραφον, [[not registered]] in the custom-house books, [[contraband]], Poll.9.31; <b class="b3">ἀ. μέταλλα</b> [[unregistered]] mines, Hyp.''Eux.''34; [[not registered]] in the census, ''PLond.''2.260.29 (i A. D.); πρόβατα ἀ. ''BGU''338ii6 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναπόγραφον, not registered in the custom-house books, contraband, Poll.9.31; ἀ. μέταλλα unregistered mines, Hyp.Eux.34; not registered in the census, PLond.2.260.29 (i A. D.); πρόβατα ἀ. BGU338ii6 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
sin registrar μέταλλα Hyp.Eux.34, πρόβατα BGU 388 II 6 (II d.C.), cf. SB 8008.7 (III a.C.), PLond.2.260.29 (I d.C.), PBremen 32.27 (II d.C.), Poll.9.31.
German (Pape)
[Seite 203] nicht eingeschrieben, τὰ ἀναπόγραφα, in das Zollregister nicht eingeschriebene, unverzollte Waaren, Poll. 9, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόγρᾰφος: -ον, ὁ μὴ ἀπογεγραμμένος ἐν τοῖς βιβλίοις τοῦ τελωνείου, «τὸ δὲ μὴ ἀπογραφὲν ἀναπόγραφον» λαθρεμπόρευμα Πολυδ. Θϳ. 31, πρβλ. Βοίκχιον Π. Οἰ. Ἀθ. 2. 55· ἀναπόγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα μὴ ἐγγεγραμμένα εἰς τὸν κατάλογον, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 43· ἴδε ἐν λ. ἄγραφος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόγραφος, -ον) ἀπογράφω
αυτός που δεν είναι γραμμένος σε καταλόγους, αυτός για τον οποίο δεν έγινε απογραφή
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που δεν έχει γραφεί στο δασμολόγιο.