ἀργυρώνητος: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀργῠρώνητος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[comparado a precio de plata]], [[preciado]] ὑφαί A.<i>A</i>.949.<br /><b class="num">2</b> [[comprado con dinero]] de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός [[LXX]] <i>Iu</i>.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70<br /><b class="num">•</b>[[ἄμπελος]] <i>PAvrom</i>.1a.16 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ ἀ. [[esclavo comprado]] ἀ. σέθεν E.<i>Alc</i>.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον [[LXX]] <i>Ex</i>.12.44, cf. <i>Ge</i>.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ <i>Vit.Aesop.G</i>.32, cf. <i>BGU</i> 1105.21 (I a.C.), Lyd.<i>Mag</i>.3.62. | |dgtxt=(ἀργῠρώνητος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[comparado a precio de plata]], [[preciado]] ὑφαί A.<i>A</i>.949.<br /><b class="num">2</b> [[comprado con dinero]] de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός [[LXX]] <i>Iu</i>.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70<br /><b class="num">•</b>[[ἄμπελος]] <i>PAvrom</i>.1a.16 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ ἀ. [[esclavo comprado]] ἀ. σέθεν E.<i>Alc</i>.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον [[LXX]] <i>Ex</i>.12.44, cf. <i>Ge</i>.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ <i>Vit.Aesop.G</i>.32, cf. <i>BGU</i> 1105.21 (I a.C.), Lyd.<i>Mag</i>.3.62. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />acheté à prix d'argent ; ὁ [[ἀργυρώνητος]] esclave acheté à prix d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρώνητος''': -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ [[εἰσί]] σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. [[δοῦλος]], δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. [[σέθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 676. | |lstext='''ἀργῠρώνητος''': -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ [[εἰσί]] σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. [[δοῦλος]], δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. [[σέθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 676. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, bought with silver, θεράποντες Hdt.4.72; ὑφαί A.Ag.949; ὁ ἀ., i. e. slave, Isoc.14.18; ἀ. σέθεν E.Alc.676; ἀ. ἄμπελος PAvrom.1A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
(ἀργῠρώνητος) -ον
I 1comparado a precio de plata, preciado ὑφαί A.A.949.
2 comprado con dinero de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX Iu.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70
•ἄμπελος PAvrom.1a.16 (I a.C.).
II subst. ὁ ἀ. esclavo comprado ἀ. σέθεν E.Alc.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX Ex.12.44, cf. Ge.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ Vit.Aesop.G.32, cf. BGU 1105.21 (I a.C.), Lyd.Mag.3.62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
acheté à prix d'argent ; ὁ ἀργυρώνητος esclave acheté à prix d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ὠνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρώνητος: -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ εἰσί σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. δοῦλος, δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. σέθεν Εὐρ. Ἄλκ. 676.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)
αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος
αρχ.
ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].
Greek Monotonic
ἀργῠρώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρώνητος: II ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.
купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).
Middle Liddell
ὠνέομαι
bought with silver, Hdt., Aesch.