ἀργυρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυρισμός]], ο (Α) [[αργυρίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[αργυρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[κερδοσκοπία]], ο [[χρηματισμός]].
|mltxt=[[ἀργυρισμός]], ο (Α) [[αργυρίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[αργυρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[κερδοσκοπία]], ο [[χρηματισμός]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Versilbern]], [[Gelderwerb]]</i>, Dion.Hal.; Strab.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρισμός Medium diacritics: ἀργυρισμός Low diacritics: αργυρισμός Capitals: ΑΡΓΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: argyrismós Transliteration B: argyrismos Transliteration C: argyrismos Beta Code: a)rgurismo/s

English (LSJ)

ὁ, getting money, Str.7.3.7, Ph.1.145, al., D.C.59.15; ἀργυρισμοῦ πρόφασιν OGI669.37 (Egypt, i A.D.); ἐπ' ἀργυρισμῷ Sammelb.4416.11 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 afán de lucro, enriquecimiento ἐν ... τῷ ἀργυρισμῷ ζεῖν Str.7.3.7, ἐπιτηδεύσεις, αἷς πρὸς ἀργυρισμὸν ἠξίου χρῆσθαι Ph.1.145, ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε D.C.59.15.3, cf. ITemple of Hibis 4.37 (I d.C.), SB 4416.11 (II d.C.), D.C.60.32.3, Poll.4.47
recaudación de dinero, PMasp.139.1.1, 139.5re.17, 139.5ue.1 (VI d.C.).
2 valoración en plata op. δηναρισμὸς Epiph.Const.Mens.M.43.292A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρισμός: ὁ, (ἀργυρίζομαι) χρηματισμός, ἀργυρολογία, τοὺς ἥκιστα ἐν τοῖς συμβολαίοις καὶ τῷ ἀργυρισμῷ ζῶντας Στράβ. 300· τρίτην τοιαύτην ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε Δίων Κ. 59. 15· οὐδὲν οὐδὲ… τῶν ἀτιμοτάτων ἐπ’ ἀργυρισμῷ παραλείπουσα ὁ αὐτ. 60. 32· συχν. παρὰ Φίλωνι, ἀργυρισμοῦ πρόφασιν καταλείπων ἑαυτῷ Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4957. 37.

Greek Monolingual

ἀργυρισμός, ο (Α) αργυρίζομαι
νεοελλ.
ιατρ. η αργυρίαση
αρχ.
η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός.

German (Pape)

ὁ, das Versilbern, Gelderwerb, Dion.Hal.; Strab.