ἀρτόπωλις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />boulangère.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτος]], [[πωλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτόπωλις''': (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. [[ἀρτοπώλης]], ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. [[τηλία]] [[ἀρτόπωλις]], [[κόσκινον]] ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.
|lstext='''ἀρτόπωλις''': (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. [[ἀρτοπώλης]], ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. [[τηλία]] [[ἀρτόπωλις]], [[κόσκινον]] ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />boulangère.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτος]], [[πωλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτόπωλις Medium diacritics: ἀρτόπωλις Low diacritics: αρτόπωλις Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: artópōlis Transliteration B: artopōlis Transliteration C: artopolis Beta Code: a)rto/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of ἀρτοπώλης, Ar.V.238, Ra.858, PTeb. 119.50 (ii B. C.). 2 as adjective, τηλία ἀρτόπωλις baker's tray, Poll.9.108.

Spanish (DGE)

-ιδος
1 adj. fem. propio del panadero τηλία Poll.9.108.
2 subst. (ἡ) ἀ. panadera ἀρτοπώλισιν ... ὁμιλέων Anacr.82.4, λοιδορεῖσθαι ... ὥσπερ ἀρτοπώλιδας Ar.Ra.858, cf. V.238, SB 10447re.3, 16, ue.39 (III a.C.)
αἱ Ἀρτοπώλιδες = Las Panaderas tít. de una comedia de Hermipo, Hermipp.7, cf. PTeb.119.50 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 363] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
boulangère.
Étymologie: ἄρτος, πωλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτόπωλις: (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. ἀρτοπώλης, ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. τηλία ἀρτόπωλις, κόσκινον ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.

Greek Monolingual

ἀρτόπωλις, η (Α)
η πωλήτρια άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].

Greek Monotonic

ἀρτόπωλις: -ιδος, ἡ (πωλέομαι), φουρνάρισσα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτόπωλις: ιδος ἡ булочница Arph.

Middle Liddell

πωλέομαι
a bread-woman, Ar.

English (Woodhouse)

baker's wife

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)