ἀσκητέος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe practicarse]] ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.<i>Cyr</i>.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.<i>Ep</i>.89b.289a, τοῦτο δὲ [[ἀσκητέον]] μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe practicarse]] ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.<i>Cyr</i>.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.<i>Ep</i>.89b.289a, τοῦτο δὲ [[ἀσκητέον]] μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀσκέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.
|lstext='''ἀσκητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀσκέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητέος Medium diacritics: ἀσκητέος Low diacritics: ασκητέος Capitals: ΑΣΚΗΤΕΟΣ
Transliteration A: askētéos Transliteration B: askēteos Transliteration C: askiteos Beta Code: a)skhte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89. II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg.487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.

Greek Monotonic

ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀσκέω
I. to be practised, Xen.
II. ἀσκητέον, one must practise, σοφίαν Plat.