ἀτερμάτιστος: Difference between revisions
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] nuendlich, unbegränzt, [[ἐπιθυμία]] D. Sic. 19, 1 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] nuendlich, unbegränzt, [[ἐπιθυμία]] D. Sic. 19, 1 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτερμάτιστος:''' [[беспредельный]], [[бесконечный]] Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτερμάτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριόριστος]], [[άμετρος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτερμάτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριόριστος]], [[άμετρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:35, 3 October 2022
English (LSJ)
[μᾰ], ον, A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472. II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 ilimitado ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.
2 inseguro σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀτερμάτιστος: беспредельный, бесконечный Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτερμάτιστος: -ον, ἀπεριόριστος, ἄπειρος, ἄμετρος, ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· χρόνος Εὐσέβ. - ὡσαύτως, ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀτερμάτιστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τέρμα, ατέλειωτος
2. εκείνος που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος
αρχ.
απεριόριστος, άμετρος.