εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0733.png Seite 733]] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0733.png Seite 733]] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui agite son feuillage.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνοσις]], [[φύλλον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰνοσίφυλλος''': -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ [[κίνησις]]· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος [[σύνδενδρος]]» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
|lstext='''εἰνοσίφυλλος''': -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ [[κίνησις]]· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος [[σύνδενδρος]]» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui agite son feuillage.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνοσις]], [[φύλλον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰνοσίφυλλος Medium diacritics: εἰνοσίφυλλος Low diacritics: εινοσίφυλλος Capitals: ΕΙΝΟΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: einosíphyllos Transliteration B: einosiphyllos Transliteration C: einosifyllos Beta Code: ei)nosi/fullos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἔνοσις) with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.

Spanish (DGE)

v. ἐνοσίφυλλος.

German (Pape)

[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.

Greek (Liddell-Scott)

εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epithet of wooded mountains.

Greek Monolingual

εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.

Greek Monotonic

εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰνοσίφυλλος: досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый (Πήλιον Hom.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἔνοσις.

Middle Liddell

ἔνοσις
with quivering foliage, Il.

Frisk Etymology German

εἰνοσίφυλλος: {einosíphullos}
See also: s. ἔνοσις.
Page 1,464