ἐγκύκλημα: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0711.png Seite 711]] τό, s. [[ἐκκύκλημα]]; τὰ ἐγκ., = τὰ ἐγκύκλια, Arist. Oec. 2, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0711.png Seite 711]] τό, s. [[ἐκκύκλημα]]; τὰ ἐγκ., = τὰ ἐγκύκλια, Arist. Oec. 2, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκύκλημα:''' ατος τό круг, область: [[πρόσοδος]] ἡ ἀπὸ γῆς (καὶ) ἡ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arst. доходы с земли и с прочих отраслей (хозяйства).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκύκλημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[εκκύκλημα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> κινητή [[περιουσία]].
|mltxt=[[ἐγκύκλημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[εκκύκλημα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> κινητή [[περιουσία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκύκλημα:''' ατος τό круг, область: [[πρόσοδος]] ἡ ἀπὸ γῆς (καὶ) ἡ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arst. доходы с земли и с прочих отраслей (хозяйства).
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκύκλημα Medium diacritics: ἐγκύκλημα Low diacritics: εγκύκλημα Capitals: ΕΓΚΥΚΛΗΜΑ
Transliteration A: enkýklēma Transliteration B: enkyklēma Transliteration C: egkyklima Beta Code: e)gku/klhma

English (LSJ)

ατος, τό (v. ἐκκύκλημα); but, II ἐγκυκλήματα, τά, movable property, Arist. Oec.1346a13.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 plu. actividades periódicas o cíclicas δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.Oec.1346a13.
2 v. ἐκκύκλημα.

German (Pape)

[Seite 711] τό, s. ἐκκύκλημα; τὰ ἐγκ., = τὰ ἐγκύκλια, Arist. Oec. 2, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκύκλημα: ατος τό круг, область: πρόσοδος ἡ ἀπὸ γῆς (καὶ) ἡ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arst. доходы с земли и с прочих отраслей (хозяйства).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκύκλημα: τό, (ἴδε ἐν λ. ἐκκύκλημαἀλλά. ΙΙ. τά ἐγκυκλήματα ἐν Ἀριστ. Οἰκον. 2. 1, 8, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσωπικὴν περιουσίαν.

Greek Monolingual

ἐγκύκλημα, το (Α)
1. εκκύκλημα
2. στον πληθ. κινητή περιουσία.