ἐκφλόγωσις: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0785.png Seite 785]] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0785.png Seite 785]] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφλόγωσις:''' εως ἡ [[зажигание]], [[воспламенение]] Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκφλόγωσις]], η (AM)<br />[[ανάφλεξη]], [[εκπύρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντίθετο [[προς]] τη [[λαβή]] [[άκρο]] της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φλόγωση]], [[φλεγμονή]] του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του).
|mltxt=[[ἐκφλόγωσις]], η (AM)<br />[[ανάφλεξη]], [[εκπύρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντίθετο [[προς]] τη [[λαβή]] [[άκρο]] της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φλόγωση]], [[φλεγμονή]] του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφλόγωσις:''' εως ἡ [[зажигание]], [[воспламенение]] Diod.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφλόγωσις Medium diacritics: ἐκφλόγωσις Low diacritics: εκφλόγωσις Capitals: ΕΚΦΛΟΓΩΣΙΣ
Transliteration A: ekphlógōsis Transliteration B: ekphlogōsis Transliteration C: ekflogosis Beta Code: e)kflo/gwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, upper part of a torch, D.S.17.115.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 llama de una antorcha, D.S.17.115.
2 incendio, combustión τοῦ ξηροῦ τε καὶ θερμοῦ Phlp.in Mete.36.6, τοῦ ὑπεκκαύματος Olymp.in Mete.37.1, τῆς νηός Eust.1049.38, cf. Sch.Hom.Il.1.50
conflagración del fin del mundo, Meth.Res.1.47, cf. Epiph.Const.Haer.64.39.14.

German (Pape)

[Seite 785] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφλόγωσις: εως ἡ зажигание, воспламенение Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλόγωσις: -εως, ἡ, ἐκπύρωσις, φλόξ, κατὰ μὲν τὴν λαβὴν... κατὰ δὲ τὴν ἐκφλόγωσιν Διόδ. 17, 115, Ἐπιφάν. Ι. 1120C, κτλ.

Greek Monolingual

ἐκφλόγωσις, η (AM)
ανάφλεξη, εκπύρωση
αρχ.
1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται
2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του).