ἐκφλόγωσις

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφλόγωσις Medium diacritics: ἐκφλόγωσις Low diacritics: εκφλόγωσις Capitals: ΕΚΦΛΟΓΩΣΙΣ
Transliteration A: ekphlógōsis Transliteration B: ekphlogōsis Transliteration C: ekflogosis Beta Code: e)kflo/gwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, upper part of a torch, D.S.17.115.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 llama de una antorcha, D.S.17.115.
2 incendio, combustión τοῦ ξηροῦ τε καὶ θερμοῦ Phlp.in Mete.36.6, τοῦ ὑπεκκαύματος Olymp.in Mete.37.1, τῆς νηός Eust.1049.38, cf. Sch.Hom.Il.1.50
conflagración del fin del mundo, Meth.Res.1.47, cf. Epiph.Const.Haer.64.39.14.

German (Pape)

[Seite 785] ἡ, das Verbrennen, D. Sic. 17, 115.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφλόγωσις: εως ἡ зажигание, воспламенение Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλόγωσις: -εως, ἡ, ἐκπύρωσις, φλόξ, κατὰ μὲν τὴν λαβὴν... κατὰ δὲ τὴν ἐκφλόγωσιν Διόδ. 17, 115, Ἐπιφάν. Ι. 1120C, κτλ.

Greek Monolingual

ἐκφλόγωσις, η (AM)
ανάφλεξη, εκπύρωση
αρχ.
1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο της δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται
2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του).