ἐξαιρέσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Übereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Übereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαιρέσιμος:''' [[подлежащий устранению]]: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαιρέσιμος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («[[ἐξαιρέσιμος]] [[νεοσύλλεκτος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξαιρέσιμη [[ημέρα]]» — μη εργάσιμη, [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το [[ημερολόγιο]] για να υπάρχει [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] ηλιακού και σεληνιακού έτους.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαιρέσιμος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («[[ἐξαιρέσιμος]] [[νεοσύλλεκτος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξαιρέσιμη [[ημέρα]]» — μη εργάσιμη, [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το [[ημερολόγιο]] για να υπάρχει [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] ηλιακού και σεληνιακού έτους.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαιρέσιμος:''' [[подлежащий устранению]]: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным).
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιρέσιμος Medium diacritics: ἐξαιρέσιμος Low diacritics: εξαιρέσιμος Capitals: ΕΞΑΙΡΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: exairésimos Transliteration B: exairesimos Transliteration C: eksairesimos Beta Code: e)caire/simos

English (LSJ)

ον, (ἐξαιρέω) that can be taken out, ἡμέραι ἐ. days taken out of the calendar, Arist.Oec.1351b15, cf. Cic.Verr.2.2.52.129.

Spanish (DGE)

-ον
que se quita, extrae o suprime ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído» Gem.8.56, cf. 55, Arist.Oec.1351b15, Cic.2Verr.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3.

German (Pape)

[Seite 863] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Übereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαιρέσιμος: подлежащий устранению: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιρέσιμος: -ον, (ἐξαιρέω) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὅπως ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε ἐμβόλιμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξαιρέσιμος, -ον) εξαιρώ
αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος»)
2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» — μη εργάσιμη, αργία
αρχ.
φρ. «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το ημερολόγιο για να υπάρχει συμφωνία μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους.