ἔνσχιστος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνσχιστος]], -ον (Α) [[σχιστός]]<br />σχισμένος στο εσωτερικό.
|mltxt=[[ἔνσχιστος]], -ον (Α) [[σχιστός]]<br />σχισμένος στο εσωτερικό.
}}
{{pape
|ptext=<i>eingespalten</i>, = [[σχιστός]], Theophr.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνσχιστος Medium diacritics: ἔνσχιστος Low diacritics: ένσχιστος Capitals: ΕΝΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: énschistos Transliteration B: enschistos Transliteration C: enschistos Beta Code: e)/nsxistos

English (LSJ)

ον, split, cleft, Thphr.CP5.17.2.

Spanish (DGE)

-ον
bot. cortado, abierto en dos τὰ τῆς ἐλάτης (ξύλα) para extraer la médula, Thphr.CP 5.17.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνσχιστος: -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, σχιστός, θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.

Greek Monolingual

ἔνσχιστος, -ον (Α) σχιστός
σχισμένος στο εσωτερικό.

German (Pape)

eingespalten, = σχιστός, Theophr.