δοριθήρατος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pris à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], θηράομαι.
|btext=ος, ον :<br />pris à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], θηράομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορῐθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από [[δόρυ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δορῐθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από [[δόρυ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δορῐ-θήρᾱτος, ον <i>adj</i> [[θηράω]]<br />taken by the [[spear]], Eur.
|mdlsjtxt=δορῐ-θήρᾱτος, ον <i>adj</i> [[θηράω]]<br />taken by the [[spear]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐθήρᾱτος Medium diacritics: δοριθήρατος Low diacritics: δοριθήρατος Capitals: ΔΟΡΙΘΗΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dorithḗratos Transliteration B: dorithēratos Transliteration C: dorithiratos Beta Code: doriqh/ratos

English (LSJ)

ον, hunted and taken by the spear, E.Hec.103 (anap.), Tr.574 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δορῐθήρᾱτος) -ον
capturado por las armas, de pers. hecho prisionero por las armas δούλη ... λόγχης αἰχμῇ δ. E.Hec.103, de cosas σκύλοις τε Φρυγῶν δοριθηράτοις E.Tr.574.

German (Pape)

[Seite 658] mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῦλα Troad. 574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, θηράομαι.

Russian (Dvoretsky)

δοριθήρᾱτος: Eur. = δοριάλωτος.

Greek (Liddell-Scott)

δορῐθήρατος: -ον, ὁ θηραθεὶς καὶ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἐκ. 105, Τρω. 574.

Greek Monolingual

δοριθήρατος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο.

Greek Monotonic

δορῐθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από δόρυ, σε Ευρ.

Middle Liddell

δορῐ-θήρᾱτος, ον adj θηράω
taken by the spear, Eur.