δίσκηπτρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au double sceptre.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[σκῆπτρον]].
|btext=ος, ον :<br />au double sceptre.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[σκῆπτρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίσκηπτρος:''' [[двускипетрный]] (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίσκηπτρος:''' -ον ([[σκῆπτρον]]), αυτός που έχει [[δύο]] σκήπτρα, [[δίθρονος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δίσκηπτρος:''' -ον ([[σκῆπτρον]]), αυτός που έχει [[δύο]] σκήπτρα, [[δίθρονος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίσκηπτρος:''' [[двускипетрный]] (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-σκηπτρος, ον <i>adj</i> [[σκῆπτρον]]<br />two-sceptred, Aesch.
|mdlsjtxt=δί-σκηπτρος, ον <i>adj</i> [[σκῆπτρον]]<br />two-sceptred, Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσκηπτρος Medium diacritics: δίσκηπτρος Low diacritics: δίσκηπτρος Capitals: ΔΙΣΚΗΠΤΡΟΣ
Transliteration A: dískēptros Transliteration B: diskēptros Transliteration C: diskiptros Beta Code: di/skhptros

English (LSJ)

ον, two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον de doble cetro, δίθρονος ... καὶ δ. τιμή A.A.42.

German (Pape)

[Seite 642] τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au double sceptre.
Étymologie: δίς, σκῆπτρον.

Russian (Dvoretsky)

δίσκηπτρος: двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίσκηπτρος: -ον, δύο σκῆπτρα ἔχων· ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 43· πρβλ. δίθρονος, δικρατής.

Greek Monolingual

δίσκηπτρος, -ον (Α)
δίθρονος, δικρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκήπτρον].

Greek Monotonic

δίσκηπτρος: -ον (σκῆπτρον), αυτός που έχει δύο σκήπτρα, δίθρονος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δί-σκηπτρος, ον adj σκῆπτρον
two-sceptred, Aesch.