Σικελικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Sicile, Sicilien ; τὸ Σικελικόν la puissance sicilienne ; τὰ Σικελικά vêtements siciliens.<br />'''Étymologie:''' [[Σικελία]].
|btext=ή, όν :<br />de Sicile, Sicilien ; τὸ Σικελικόν la puissance sicilienne ; τὰ Σικελικά vêtements siciliens.<br />'''Étymologie:''' [[Σικελία]].
}}
{{elru
|elrutext='''Σῐκελικός:''' Thuc., Arph., Plat. etc. = [[Σικελός]] I и II.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σικελικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στη [[Σικελία]] ή τους Σικελούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''Σικελικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στη [[Σικελία]] ή τους Σικελούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''Σῐκελικός:''' Thuc., Arph., Plat. etc. = [[Σικελός]] I и II.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Σικελικός]], ή, όν [from Σῐκελία]<br />Sicilian, Ar., etc.
|mdlsjtxt=[[Σικελικός]], ή, όν [from Σῐκελία]<br />Sicilian, Ar., etc.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῐκελικός Medium diacritics: Σικελικός Low diacritics: Σικελικός Capitals: ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: Sikelikós Transliteration B: Sikelikos Transliteration C: Sikelikos Beta Code: *sikeliko/s

English (LSJ)

ή, όν, Sicilian, Ar.V.838, etc.; Σικελικὴ ποικιλία ὄψου for the Sicilian banquets were proverbial, Pl.R.404d, cf. Luc.DMort.9.2, Philostr.Gym.44(74). Adv.
A Σικελικῶς Ephipp.22.
II Σικελικόν, τό, a liquid measure, PBaden 54.6 (v A.D.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Sicile, Sicilien ; τὸ Σικελικόν la puissance sicilienne ; τὰ Σικελικά vêtements siciliens.
Étymologie: Σικελία.

Russian (Dvoretsky)

Σῐκελικός: Thuc., Arph., Plat. etc. = Σικελός I и II.

Greek (Liddell-Scott)

Σικελικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Σικελούς, Ἀριστοφ. Σφ. 838, κτλ.· Σ. ποικιλία ὄψου, διότι παροιμιώδεις ἦσαν αἱ Σικελικαὶ εὐωχίαι, Πλάτ. Πολ. 404D, πρβ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 9. 2, Ὁράτ. ᾨδ. 1. 3, 18· - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 1.

Greek Monotonic

Σικελικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στη Σικελία ή τους Σικελούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

Σικελικός, ή, όν [from Σῐκελία]
Sicilian, Ar., etc.