δυσμείλικτος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à adoucir <i>litt.</i> à emmieller.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μειλίσσω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à adoucir <i>litt.</i> à emmieller.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μειλίσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμείλικτος:''' [[неумолимый]], [[непримиримый]] (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου.
|mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμείλικτος:''' [[неумолимый]], [[непримиримый]] (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμείλικτος Medium diacritics: δυσμείλικτος Low diacritics: δυσμείλικτος Capitals: ΔΥΣΜΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysmeíliktos Transliteration B: dysmeiliktos Transliteration C: dysmeiliktos Beta Code: dusmei/liktos

English (LSJ)

ον, hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.

German (Pape)

[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.

Greek Monolingual

δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.