Οἴτη: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />l'Œta, <i>mont. de Thessalie</i>.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=ης (ἡ) :<br />l'Œta, <i>mont. de Thessalie</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Οἴτη:''' дор. [[Οἴτα|Οἴτᾱ]] ἡ Эта (горный кряж в южн. Фессалии) Soph. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Οἴτη:''' ἡ, το όρος [[Οἴτη]] στη [[Θεσσαλία]], σε Στράβ.· επίθ., [[Οἰταῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την [[Οἴτη]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἱ Οἰταῖοι</i>, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ.
|lsmtext='''Οἴτη:''' ἡ, το όρος [[Οἴτη]] στη [[Θεσσαλία]], σε Στράβ.· επίθ., [[Οἰταῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την [[Οἴτη]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἱ Οἰταῖοι</i>, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Οἴτη:''' дор. [[Οἴτα|Οἴτᾱ]] ἡ Эта (горный кряж в южн. Фессалии) Soph. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Οἴτη]], ἡ,<br />Mount [[Oeta]] in [[Thessaly]], Strab.
|mdlsjtxt=[[Οἴτη]], ἡ,<br />Mount [[Oeta]] in [[Thessaly]], Strab.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οἴτη Medium diacritics: Οἴτη Low diacritics: Οίτη Capitals: ΟΙΤΗ
Transliteration A: Oítē Transliteration B: Oitē Transliteration C: Oiti Beta Code: *oi)/th

English (LSJ)

ἡ, Mount Oeta in Thessaly, Str.9.4.12:—Adj. Οἰταῖος, α, ον, of Oeta, S.Tr.436, etc.; οἱ Οἰταῖοι Th.3.92, etc.:—also Οἰταϊκός, ή, όν, D.L.1.106; Οἰταϊκά, τά, title of work by Nicander, Nic.Frr.15-18.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
l'Œta, mont. de Thessalie.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Οἴτη: дор. Οἴτᾱ ἡ Эта (горный кряж в южн. Фессалии) Soph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Οἴτη: ἡ, τὸ ἐν Θεσσαλίᾳ ὄρος, Στράβ. 428· ― ἐπίθ. Οἰταῖος, α, ον, ὁ εἰς τὴν Οἴτην ἀνήκων, Σοφ. Τρ. 436, κτλ.· οἱ Οἰταῖοι Θουκ. 3. 92, κτλ.· ― ὡσαύτως Οἰταϊκός, ή, όν, Διογ. Λ. 1. 106.

Greek Monotonic

Οἴτη: ἡ, το όρος Οἴτη στη Θεσσαλία, σε Στράβ.· επίθ., Οἰταῖος, , -ον, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την Οἴτη, σε Σοφ. κ.λπ.· οἱ Οἰταῖοι, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ.

Middle Liddell

Οἴτη, ἡ,
Mount Oeta in Thessaly, Strab.