διαπολέμησις: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εως (ἡ) :<br />achèvement d'une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[διαπολεμέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />achèvement d'une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[διαπολεμέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπολέμησις''': -εως, , [[τελείωσις]], [[τέλος]] τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.
|elnltext=διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπολέμησις:''' εως ἡ [[окончание войны]] Thuc.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπολέμησις:''' -εως, ἡ, [[τελείωμα]], [[ολοκλήρωση]] του πολέμου, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαπολέμησις:''' -εως, ἡ, [[τελείωμα]], [[ολοκλήρωση]] του πολέμου, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπολέμησις:''' εως ἡ [[окончание войны]] Thuc.
|lstext='''διαπολέμησις''': -εως, , [[τελείωσις]], [[τέλος]] τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.
}}
{{elnl
|elnltext=διαπολέμησις -εως, [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαπολέμησις]], εως <i>n</i> [from [[διαπολεμέω]]<br />a [[finishing]] of the war, Thuc.
|mdlsjtxt=[[διαπολέμησις]], εως <i>n</i> [from [[διαπολεμέω]]<br />a [[finishing]] of the war, Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπολέμησις Medium diacritics: διαπολέμησις Low diacritics: διαπολέμησις Capitals: ΔΙΑΠΟΛΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: diapolémēsis Transliteration B: diapolemēsis Transliteration C: diapolemisis Beta Code: diapole/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, finishing of a war, Id.7.42.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
conclusión de la lucha ξυντομωτάτη ... δ. la forma más breve de ganar la guerra Th.7.42, cf. Poll.9.142.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Beenden des Krieges, Thuc. 7, 42.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
achèvement d'une guerre.
Étymologie: διαπολεμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.

Russian (Dvoretsky)

διαπολέμησις: εως ἡ окончание войны Thuc.

Greek Monotonic

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωμα, ολοκλήρωση του πολέμου, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωσις, τέλος τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.

Middle Liddell

διαπολέμησις, εως n [from διαπολεμέω
a finishing of the war, Thuc.