δαιμονικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> possédé d'un dieu;<br /><b>2</b> envoyé <i>ou</i> inspiré par un dieu <i>en parl. de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> possédé d'un dieu;<br /><b>2</b> envoyé <i>ou</i> inspiré par un dieu <i>en parl. de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιμονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверхъестественный]] или [[божественный]] ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[исходящий от злого божества]] (οὐ [[θεῖος]], ἀλλὰ δ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[одержимый нечистой силой]] ([[ὄνος]] [[καθαρός]], ἀλλὰ δ᾽ Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) [[δαίμων]]<br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που κατέχεται από δαίμονα<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε δαίμονα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σατανικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) [[δαίμων]]<br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) αυτός που κατέχεται από δαίμονα<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε δαίμονα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σατανικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of persons or animals, possessed by a demon, ζῷον Plu.2.362f: of things, sent by a demon, οὐ θεῖον, ἀλλὰ δ. ib.996c, cf.458c; δ. δύναμις ib.363a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 demoníaco, maligno τὸν ὄνον οὐ καθαρὸν ἀλλὰ δ. ἡγοῦνται Plu.2.362f, δύναμις (Τυφῶνος) Plu.2.363a, κινήσεις Athenag.Leg.25.3, πλάνη Eus.VC 2.61
•ofuscado por malos espíritus, demoníaco del pecador o el hereje γίνεται ἄνθρωπος δ. Clem.Al.Strom.6.12.98, ref. a Manes βάρβαρος ... τήν τε φύσιν δ. Eus.HE 7.31.1
•subst. τὸ δαιμονικόν demon maligno ἤρχετο ὁ Ὀρνίας τὸ δ. T.Sal.1.2.
2 perteneciente a la esfera del demon, demónico op. θεῖον: τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δ. Plu.2.458c, τὸ ... βίαιον οὐ θεῖον ἀλλὰ δ. Plu.2.996c, cf. Origenes Cels.8.61.
3 convertido en mal espíritu, alma en pena ἀσώματοι καὶ δαιμονικοί de los que no creen en la resurrección de la carne, Ign.Sm.2, cf. Hsch.ο 1918.
4 glos. a τραγῳδικόν Sch.Ar.Pl.424.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon besessen, Plut. Is. et Os. 30; von einem Dämon herrührend, neben ἐριννυώδης dem θεῖον entggstzt, de coh. ira 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 possédé d'un dieu;
2 envoyé ou inspiré par un dieu en parl. de choses.
Étymologie: δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
δαιμονικός:
1) сверхъестественный или божественный (δύναμις Plut.);
2) исходящий от злого божества (οὐ θεῖος, ἀλλὰ δ. Plut.);
3) одержимый нечистой силой (ὄνος καθαρός, ἀλλὰ δ᾽ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονικός: -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ θεῖον, ἀλλά δ. αὐτόθι 996D· δ. δύναμις αὐτόθι 363Α, πρβλ. 458Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) δαίμων
1. (για πρόσωπο) αυτός που κατέχεται από δαίμονα
2. (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που ταιριάζει σε δαίμονα
2. το ουδ. ως ουσ. πονηρό πνεύμα
νεοελλ.
σατανικός.