γαλακτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />semblable à du lait.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />semblable à du lait.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλακτοειδής:''' [[белый как молоко]] (τὰ [[λευκά]] Arst.; [[χρῶμα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[γαλακτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] με το [[γάλα]], ο [[γαλακτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που μοιάζει στη [[σύσταση]] με το [[γάλα]].
|mltxt=-ές (Α [[γαλακτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] με το [[γάλα]], ο [[γαλακτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που μοιάζει στη [[σύσταση]] με το [[γάλα]].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλακτοειδής:''' [[белый как молоко]] (τὰ [[λευκά]] Arst.; [[χρῶμα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοειδής Medium diacritics: γαλακτοειδής Low diacritics: γαλακτοειδής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: galaktoeidḗs Transliteration B: galaktoeidēs Transliteration C: galaktoeidis Beta Code: galaktoeidh/s

English (LSJ)

ές, like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.

Spanish (DGE)

-ές
semejante a la leche τὰ καταμήνια Arist.HA 634b19, χρῶμα Plu.2.892e.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοειδής: белый как молоко (τὰ λευκά Arst.; χρῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.

Greek Monolingual

-ές (Α γαλακτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδης
νεοελλ.
εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα.