βοτηρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ή, όν :<br />de berger, de pâtre, pastoral.<br />'''Étymologie:''' [[βοτήρ]].
|btext=ή, όν :<br />de berger, de pâtre, pastoral.<br />'''Étymologie:''' [[βοτήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βοτηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.
|elnltext=[[βοτηρικός]] -ή -όν [[βοτήρ]] herders-, herderlijk.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτηρικός:''' [[пастушеский]], [[пастуший]] ([[ἑορτή]] Plut.; [[κύπελλον]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βοτηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''βοτηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βοτηρικός:''' [[пастушеский]], [[пастуший]] ([[ἑορτή]] Plut.; [[κύπελλον]] Anth.).
|lstext='''βοτηρικός''': , -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοτηρικός]] -ή -όν [[βοτήρ]] herders-, herderlijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βοτήρ]]<br />of or for a [[herdsman]], Plut., Anth.
|mdlsjtxt=[from [[βοτήρ]]<br />of or for a [[herdsman]], Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 19:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτηρικός Medium diacritics: βοτηρικός Low diacritics: βοτηρικός Capitals: ΒΟΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: botērikós Transliteration B: botērikos Transliteration C: votirikos Beta Code: bothriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτηρικός -ή -όν βοτήρ herders-, herderlijk.

Russian (Dvoretsky)

βοτηρικός: пастушеский, пастуший (ἑορτή Plut.; κύπελλον Anth.).

Greek Monolingual

βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.

Greek Monotonic

βοτηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.

Middle Liddell

[from βοτήρ
of or for a herdsman, Plut., Anth.