θυσανωτός: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />garni de franges, d'une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]].
|btext=ή, όν :<br />garni de franges, d'une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠσᾰνωτός:''' [[украшенный или отделанный бахромой]] ([[κιθών]], [[αἰγέη]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠσᾰνωτός:''' -ή, -όν (όπως από το <i>θυσανόω</i>), = [[θυσανόεις]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''θῠσᾰνωτός:''' -ή, -όν (όπως από το <i>θυσανόω</i>), = [[θυσανόεις]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠσᾰνωτός:''' [[украшенный или отделанный бахромой]] ([[κιθών]], [[αἰγέη]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = [[θυσανόεις]], Hdt.]
|mdlsjtxt=θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = [[θυσανόεις]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 13:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσανωτός Medium diacritics: θυσανωτός Low diacritics: θυσανωτός Capitals: ΘΥΣΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: thysanōtós Transliteration B: thysanōtos Transliteration C: thysanotos Beta Code: qusanwto/s

English (LSJ)

ή, όν,= θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189; ἔνδυμα J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni de franges, d'une bordure.
Étymologie: θύσανος.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνωτός: украшенный или отделанный бахромой (κιθών, αἰγέη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυσανωτός, -ή, -όν) θύσανος
αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός.

Greek Monotonic

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = θυσανόεις, Hdt.]