αὐτόποιος: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui s'est produit de soi-même, né spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ποιέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui s'est produit de soi-même, né spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόποιος:''' [[выросший без ухода]], [[дикорастущий]] ([[φύτευμα]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 7: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτόποιος:''' -ον ([[ποιέω]]), αυτός που παράγεται από [[μόνος]] του, όπως το αθηναϊκό [[λάδι]], σε Σοφ. | |lsmtext='''αὐτόποιος:''' -ον ([[ποιέω]]), αυτός που παράγεται από [[μόνος]] του, όπως το αθηναϊκό [[λάδι]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ποιέω]]<br />[[self]]-produced, as the Athenian [[olive]], Soph. | |mdlsjtxt=[[ποιέω]]<br />[[self]]-produced, as the Athenian [[olive]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 3 October 2022
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'est produit de soi-même, né spontanément.
Étymologie: αὐτός, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόποιος: выросший без ухода, дикорастущий (φύτευμα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόποιος: -ον, ὁ ἑαυτὸν ποιῶν, ὁ ἑαυτὸν παράγων, αὐτοφυής, περὶ ἐλαίας, ἀλλὰ κυρίως περὶ τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν ἱερᾶς ἐλαίας, ἥτις τὴν δευτέραν ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἐμπρήσεως ταύτης ὑπὸ τῶν Περσῶν ἐξέφυσε βλαστὸν πηχυαῖον, φύτευμ’ ἀχείρωτον αὐτόποιον Σοφ. Ο. Κ. 698. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Chandler (§ 457) φρονεῖ ὅτι δὲν ἔχει ὑγιῶς, διότι πᾶσαι αἱ λέξεις αἱ εἰς -ποιος λήγουσαι καὶ οὖσαι σύνθετοι ἐκ τοῦ ῥήματος ποιῶ ὀξύνονται, διὸ καὶ ὁ Jebb εὖ ποιῶν ἐτόνισε τὴν τελευταίαν συλλαβὴν γράψας αὐτοποιόν. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Greek Monotonic
αὐτόποιος: -ον (ποιέω), αυτός που παράγεται από μόνος του, όπως το αθηναϊκό λάδι, σε Σοφ.