αὐτόποιος Search Google

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'est produit de soi-même, né spontanément.
Étymologie: αὐτός, ποιέω.

German (Pape)

von selbst geworden, nicht von Menschenhänden gepflanzt, Soph. O.C. 703, wo auch αὐτοποιός akzentuiert wird, von den heiligen Ölbäumen in Athen.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόποιος: выросший без ухода, дикорастущий (φύτευμα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόποιος: -ον, ὁ ἑαυτὸν ποιῶν, ὁ ἑαυτὸν παράγων, αὐτοφυής, περὶ ἐλαίας, ἀλλὰ κυρίως περὶ τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν ἱερᾶς ἐλαίας, ἥτις τὴν δευτέραν ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἐμπρήσεως ταύτης ὑπὸ τῶν Περσῶν ἐξέφυσε βλαστὸν πηχυαῖον, φύτευμ’ ἀχείρωτον αὐτόποιον Σοφ. Ο. Κ. 698. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Chandler (§ 457) φρονεῖ ὅτι δὲν ἔχει ὑγιῶς, διότι πᾶσαι αἱ λέξεις αἱ εἰς -ποιος λήγουσαι καὶ οὖσαι σύνθετοι ἐκ τοῦ ῥήματος ποιῶ ὀξύνονται, διὸ καὶ ὁ Jebb εὖ ποιῶν ἐτόνισε τὴν τελευταίαν συλλαβὴν γράψας αὐτοποιόν. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monotonic

αὐτόποιος: -ον (ποιέω), αυτός που παράγεται από μόνος του, όπως το αθηναϊκό λάδι, σε Σοφ.

Middle Liddell

ποιέω
self-produced, as the Athenian olive, Soph.