δίγληνος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à double prunelle.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γλήνη]].
|btext=ος, ον :<br />à double prunelle.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γλήνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίγληνος:''' [[с двойным зрачком]]: [[δίγληνοι]] ὦπες Theocr. оба глаза.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[δύο]] κόρες ματιών, αυτός που έχει [[δύο]] οφθαλμούς, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''δίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[δύο]] κόρες ματιών, αυτός που έχει [[δύο]] οφθαλμούς, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίγληνος:''' [[с двойным зрачком]]: [[δίγληνοι]] ὦπες Theocr. оба глаза.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-γληνος, ον <i>adj</i> [[γλήνη]]<br />with two eye-balls, Theocr.
|mdlsjtxt=δί-γληνος, ον <i>adj</i> [[γλήνη]]<br />with two eye-balls, Theocr.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγληνος Medium diacritics: δίγληνος Low diacritics: δίγληνος Capitals: ΔΙΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: díglēnos Transliteration B: diglēnos Transliteration C: diglinos Beta Code: di/glhnos

English (LSJ)

ον, with two eye-balls, Theoc.Ep.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.

Russian (Dvoretsky)

δίγληνος: с двойным зрачком: δίγληνοι ὦπες Theocr. оба глаза.

Greek (Liddell-Scott)

δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.

Greek Monolingual

δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.

Greek Monotonic

δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

δί-γληνος, ον adj γλήνη
with two eye-balls, Theocr.