Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάδετος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />attaché à travers <i>ou</i> autour.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέω]].
|btext=ος, ον :<br />attaché à travers <i>ou</i> autour.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διάδετος:''' [[продетый и связанный]] (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάδετος:''' -ον ([[διαδέω]]), αυτός που είναι δεμένος [[δυνατά]], ισχυρά· <i>χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων</i>, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''διάδετος:''' -ον ([[διαδέω]]), αυτός που είναι δεμένος [[δυνατά]], ισχυρά· <i>χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων</i>, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάδετος:''' [[продетый и связанный]] (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάδετος]], ον [[διαδέω]]<br />[[bound]] [[fast]], χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits [[firm]] [[bound]] [[through]] the [[horse]]'s [[mouth]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[διάδετος]], ον [[διαδέω]]<br />[[bound]] [[fast]], χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits [[firm]] [[bound]] [[through]] the [[horse]]'s [[mouth]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδετος Medium diacritics: διάδετος Low diacritics: διάδετος Capitals: ΔΙΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: diádetos Transliteration B: diadetos Transliteration C: diadetos Beta Code: dia/detos

English (LSJ)

ον, bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th.122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in .., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27.

Spanish (DGE)

-ον
rodeado, ceñido (δακτύλιον) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas Lib.Decl.12.27
subst. τὸ δ. cinta para la cabeza, Anon.in Rh.168.23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché à travers ou autour.
Étymologie: διαδέω.

Russian (Dvoretsky)

διάδετος: продетый и связанный (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

διάδετος: -ον, (διαδέω) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάδετος, -ον) διαδέω
1. ο δεμένος ολόγυρα ή στερεά
2. στεφανοειδές εξάρτημα για την περίσφιξη συμβλημάτων
αρχ.
(για κρίκους) ο κοσμημένος με στεφάνη.

Greek Monotonic

διάδετος: -ον (διαδέω), αυτός που είναι δεμένος δυνατά, ισχυρά· χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

διάδετος, ον διαδέω
bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits firm bound through the horse's mouth, Aesch.