δικάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux têtes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κάρηνον]].
|btext=ος, ον :<br />à deux têtes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κάρηνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''δικάρηνος:''' (ᾰ), дор. [[δικάρανος|δικάρᾱνος]] 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; [[ἁλότριψ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκάρηνος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] κεφάλια ([[δίς]], [[κάρηνον]]), [[δικέφαλος]], σε Βατραχομ., Ανθ.
|lsmtext='''δῐκάρηνος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] κεφάλια ([[δίς]], [[κάρηνον]]), [[δικέφαλος]], σε Βατραχομ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δικάρηνος:''' (ᾰ), дор. [[δικάρανος|δικάρᾱνος]] 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; [[ἁλότριψ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐ-κάρηνος, ον <i>adj</i><br />two-headed, (δίς, [[κάρηνον]]) Batr., Anth.
|mdlsjtxt=δῐ-κάρηνος, ον <i>adj</i><br />two-headed, (δίς, [[κάρηνον]]) Batr., Anth.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρηνος Medium diacritics: δικάρηνος Low diacritics: δικάρηνος Capitals: ΔΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: dikárēnos Transliteration B: dikarēnos Transliteration C: dikarinos Beta Code: dika/rhnos

English (LSJ)

Dor. -ᾱνος [κᾰ], ον, two-headed, Batr.298, AP6.306 (Aristo).

Spanish (DGE)

(δῐκάρηνος) -ον
• Alolema(s): dór. δικάρᾱνος AP 6.306 (Aristo)
• Prosodia: [-ᾰ-]
de dos cabezas, bicéfalo ὄφις Nonn.D.5.154, Παρνησσός Nonn.D.13.131, cf. Batr.298, AP l.c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux têtes.
Étymologie: δίς, κάρηνον.

Russian (Dvoretsky)

δικάρηνος: (ᾰ), дор. δικάρᾱνος 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; ἁλότριψ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρηνος: -ον, δύο ἔχων κεφαλάς, δικέφαλος, Βατραχομ. 300, Ἀνθ. Π.6.306.

Greek Monolingual

δικάρηνος, -ον (Α)
ο δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κάρηνα «κεφάλια»].

Greek Monotonic

δῐκάρηνος: -ον, αυτός που έχει δύο κεφάλια (δίς, κάρηνον), δικέφαλος, σε Βατραχομ., Ανθ.

Middle Liddell

δῐ-κάρηνος, ον adj
two-headed, (δίς, κάρηνον) Batr., Anth.