διεξερέομαι: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />interroger, demander : τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξερέομαι]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />interroger, demander : τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξερέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεξερέομαι:''' [[подробно расспрашивать]] (τινά τι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεξερέομαι:''' πληροφορούμαι μέσω εξονυχιστικής ανάκρισης ενός προσώπου, <i>τινά τι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διεξερέομαι:''' πληροφορούμαι μέσω εξονυχιστικής ανάκρισης ενός προσώπου, <i>τινά τι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεξερέομαι:''' [[подробно расспрашивать]] (τινά τι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[learn]] by [[close]] questioning a [[person]], τινά τι Il.
|mdlsjtxt=<br />to [[learn]] by [[close]] questioning a [[person]], τινά τι Il.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξερέομαι Medium diacritics: διεξερέομαι Low diacritics: διεξερέομαι Capitals: ΔΙΕΞΕΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diexeréomai Transliteration B: diexereomai Transliteration C: dieksereomai Beta Code: diecere/omai

English (LSJ)

question closely, c. dupl. acc., ἐμὲ ταῦτα Il. 10.432, cf. A.R.1.327.

Spanish (DGE)

preguntar c. doble ac. τίη ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα; Il.10.432, cf. A.R.1.327.

German (Pape)

[Seite 619] genau ausfragen; Iliad. 10, 432 ἀλλὰ τίη ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα; – Ap. Rh. 1, 327.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
interroger, demander : τινά τι qch à qqn.
Étymologie: διά, ἐξερέομαι.

Russian (Dvoretsky)

διεξερέομαι: подробно расспрашивать (τινά τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

διεξερέομαι: μανθάνω δι’ ἐρωτήσεων, πληροφοροῦμαι διὰ συντόνου ἀνακρίσεως, ἐμὲ ταῦτα Ἰλ. Κ. 432.

English (Autenrieth)

inquire thoroughly about, Il. 10.432†.

Greek Monotonic

διεξερέομαι: πληροφορούμαι μέσω εξονυχιστικής ανάκρισης ενός προσώπου, τινά τι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


to learn by close questioning a person, τινά τι Il.