ζυγίτης: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζευγίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζευγίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῠγίτης:''' (ῑ) Dem. = [[ζευγίτης]] I и II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ζυγίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κωπηλάτης]] που κάθεται στον [[ζυγό]] της βάρκας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερέτης]], ο [[κωπηλάτης]] που καθόταν στη μεσαία από τις [[τρεις]] έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]]. Άλλος τ. για το [[ζύγιος]]. | |mltxt=ο (Α [[ζυγίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κωπηλάτης]] που κάθεται στον [[ζυγό]] της βάρκας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερέτης]], ο [[κωπηλάτης]] που καθόταν στη μεσαία από τις [[τρεις]] έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]]. Άλλος τ. για το [[ζύγιος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:23, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, the rower who sat on the mid-most of the three banks, like μεσόνεος, Sch.Ar.Ra.1106.
German (Pape)
[Seite 1140] ὁ, Ruderer auf der mittleren der drei Ruderbänke, Schol. Ar. Ran. 1106.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ζευγίτης.
Étymologie: ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγίτης: (ῑ) Dem. = ζευγίτης I и II.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἐρέτης ὁ καθήμενος ἐν τῇ μεσαίᾳ γραμμῇ, ὡς τὸ μεσόνεος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074, πρβλ. θαλαμίτης, θρανίτης.
Greek Monolingual
ο (Α ζυγίτης)
νεοελλ.
ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό της βάρκας
αρχ.
ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ. για το ζύγιος.