εὔκομπος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]].
|btext=ος, ον :<br />au bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομπος:''' [[звонкий]], [[громкий]] (ποδὸς πλαγαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομπος:''' [[звонкий]], [[громкий]] (ποδὸς πλαγαί Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κομπος, ον<br />[[loud]]-[[sounding]], Eur.
|mdlsjtxt=εὔ-κομπος, ον<br />[[loud]]-[[sounding]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκομπος Medium diacritics: εὔκομπος Low diacritics: εύκομπος Capitals: ΕΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: eúkompos Transliteration B: eukompos Transliteration C: eykompos Beta Code: eu)/kompos

English (LSJ)

ον, loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομπος: звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.

Greek Monolingual

εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].

Greek Monotonic

εὔκομπος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-κομπος, ον
loud-sounding, Eur.