λυροθελγής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />que charment les sons de la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[λύρα]], [[θέλγω]]. | |btext=ής, ές :<br />que charment les sons de la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[λύρα]], [[θέλγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῠροθελγής:''' [[зачарованный звуками лиры]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῠροθελγής:''' -ές ([[θέλγω]]), αυτός που θέλγεται από τη [[λύρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λῠροθελγής:''' -ές ([[θέλγω]]), αυτός που θέλγεται από τη [[λύρα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῠρο-θελγής, ές [[θέλγω]]<br />charmed by the [[lyre]], Anth. | |mdlsjtxt=λῠρο-θελγής, ές [[θέλγω]]<br />charmed by the [[lyre]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, charmed by the lyre, AP9.250 (Honest.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
que charment les sons de la lyre.
Étymologie: λύρα, θέλγω.
Russian (Dvoretsky)
λῠροθελγής: зачарованный звуками лиры Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῠροθελγής: -ές, ὑπὸ τῆς λύρας θελγόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 250.
Greek Monolingual
λυροθελγής, -ές (Α)
αυτός που θέλγεται από το άκουσμα της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. πανθελγής, φρενοθελγής].
Greek Monotonic
λῠροθελγής: -ές (θέλγω), αυτός που θέλγεται από τη λύρα, σε Ανθ.