κινδυνευτικός: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui aime le danger.<br />'''Étymologie:''' [[κινδυνεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui aime le danger.<br />'''Étymologie:''' [[κινδυνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κινδῡνευτικός''': -ή, -όν, [[ῥιψοκίνδυνος]], Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 29.
|elnltext=κινδυνευτικός -ή -όν [κινδυνεύω] dapper, avontuurlijk.
}}
{{elru
|elrutext='''κινδῡνευτικός:''' [[бравирующий опасностями]], [[рискующий собой]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κινδυνευτικός]], -ή, -όν (Α) [[κινδυνεύω]]<br />αυτός που τείνει [[προς]] τις επικίνδυνες ενέργειες, ο [[ριψοκίνδυνος]].
|mltxt=[[κινδυνευτικός]], -ή, -όν (Α) [[κινδυνεύω]]<br />αυτός που τείνει [[προς]] τις επικίνδυνες ενέργειες, ο [[ριψοκίνδυνος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κινδῡνευτικός:''' [[бравирующий опасностями]], [[рискующий собой]] Arst.
|lstext='''κινδῡνευτικός''': -ή, -όν, [[ῥιψοκίνδυνος]], Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 29.
}}
{{elnl
|elnltext=κινδυνευτικός -ή -όν [κινδυνεύω] dapper, avontuurlijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κινδῡνευτικός, ή, όν [from [[κινδυνεύω]]<br />[[adventurous]], Arist.
|mdlsjtxt=κινδῡνευτικός, ή, όν [from [[κινδυνεύω]]<br />[[adventurous]], Arist.
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινδυνευτικός Medium diacritics: κινδυνευτικός Low diacritics: κινδυνευτικός Capitals: ΚΙΝΔΥΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kindyneutikós Transliteration B: kindyneutikos Transliteration C: kindyneftikos Beta Code: kinduneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, venturesome, adventurous, Arist.Rh.1367b4.

German (Pape)

[Seite 1439] zum Wagen geneigt, waghalsig, Arist. rhet. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime le danger.
Étymologie: κινδυνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινδυνευτικός -ή -όν [κινδυνεύω] dapper, avontuurlijk.

Russian (Dvoretsky)

κινδῡνευτικός: бравирующий опасностями, рискующий собой Arst.

Greek Monolingual

κινδυνευτικός, -ή, -όν (Α) κινδυνεύω
αυτός που τείνει προς τις επικίνδυνες ενέργειες, ο ριψοκίνδυνος.

Greek (Liddell-Scott)

κινδῡνευτικός: -ή, -όν, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 29.

Middle Liddell

κινδῡνευτικός, ή, όν [from κινδυνεύω
adventurous, Arist.