λυσσητικός: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσσητικός]], -ή, -όν (Α) [[λυσσητής]]<br />[[μανιώδης]], [[ορμητικός]]. | |mltxt=[[λυσσητικός]], -ή, -όν (Α) [[λυσσητής]]<br />[[μανιώδης]], [[ορμητικός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[wütend]], [[rasend]]</i>, Ael. <i>H.A</i>. 12.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, driving mad, πρὸς τἀφροδίσια Ael.NA12.10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
transporté d'un désir furieux.
Étymologie: λυσσάω.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσητικός: -ή, -όν, μανιώδης, ὁρμητικός, πρὸς τἀφροδίσια Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.
Greek Monolingual
λυσσητικός, -ή, -όν (Α) λυσσητής
μανιώδης, ορμητικός.