μιμητέος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑμητέος, η, ον verb. adj. of [[μιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to be imitated, Xen.<br /><b class="num">II.</b> μιμητέον, one must [[imitate]], Eur., Xen.
|mdlsjtxt=μῑμητέος, η, ον verb. adj. of [[μιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to be imitated, Xen.<br /><b class="num">II.</b> μιμητέον, one must [[imitate]], Eur., Xen.
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[μιμέομαι]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμητέος Medium diacritics: μιμητέος Low diacritics: μιμητέος Capitals: ΜΙΜΗΤΕΟΣ
Transliteration A: mimētéos Transliteration B: mimēteos Transliteration C: mimiteos Beta Code: mimhte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc. II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.

Greek Monotonic

μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

μῑμητέος, η, ον verb. adj. of μιμέομαι
I. to be imitated, Xen.
II. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.

German (Pape)

Adj. verb. zu μιμέομαι.